ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2015

Λαθραίο το είπαν.


Τα ματάκια του είδαν πολεμο και ξεριζωμό.
Η ψυχούλα του σκληρότητα. Μίσος
Απανθρωπιά.
Λαθραίο το είπαν.
Κοιμάται σε χαρτόκουτο λες και φταίει αυτό.





 "Μας φορτώνουνε σε ένα καΐκι 260 άτομα....νύχτα ταξιδεύαμε κι ήμαστε σκεπασμένοι από πάνω με μουσαμάδες,με την τούρκικη σημαία για τα αναγνωριστικά αεροπλάνα.
Κάναμε 12 μέρες ταξίδι και τα τρόφιμα στις τρεις μέρες τέλειωσαν.Νερά,τρόφιμα,τίποτα δεν υπήρχε.
Κι η ψείρα πάνω στη κουπαστή όπως βλέπουμε τα μυρμήγκια στη σειρά.Δώδεκα μέρες ήμασταν σε παραλυσία.
'Ενας Καρδαμυλίτης μας είχε τρελαθεί και τον είχανε δέσει στο κατάρτι κι ένα παιδάκι πέθανε και το ρίξαμε στη θάλασσα."

 Αντώνης Κουτσουράδης,χιώτης πρόσφυγας προς Τουρκία κι από κει Μέση Ανατολή κατά την Κατοχή.
Απ το βιβλίο του Μακριδάκη,Συρματένιοι -Ξεσυρματένιοι.Όλοι





 ,,Ας ψάχνουμε για βάρκα

Έφευγαν οι Χιώτες με βάρκες να γλυτώσουν από την πείνα και την Κατοχή. Κάποιοι βαρκάρηδες, ενώ τους είχαν πάρει τα χρυσαφικά, βούλιαζαν τα καΐκια και τους έπνιγαν. Οι Τούρκοι του έπιαναν, τους έδερναν και τους γύριζαν πίσω......


«...Ήτανε Απρίλης του '42... και δώσαμε όλα μας τα χρυσά, τα πήρε ο θείος και τα ’δωσε στον άνθρωπο που έπρεπε να τα δώσει και την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ένα κάρο. 
Μαζέψαμε δυο τρεις αλλαξιές ο καθένας μας ρούχα, τα βάλαμε σε κάτι τσουβάλια της ζάχαρης, άσπρα, θαρρώ πως τα βλέπω και αφού τα φορτώσαμε αυτά το κάρο δεν μας φόρτωνε εμάς (...) και φτάσαμε στην Κώμη, στην παραλία αργά το βραδάκι. Και τι να δούμε! Όλη η παραλία εκεί ήτανε άνθρωποι που περιμένανε να νυχτώσει, να ’ρθουνε οι βάρκες να μας πάρουνε. Στην αρχή, όταν επήγαμε είχε κύμα η θάλασσα κι εμείς ταξιδεύαμε με ψαρόβαρκες, με πανί και με κουπιά... Και περιμέναμε να καλμάρει λίγο η θάλασσα. 

Κι ερχότανε οι γυναίκες και βάζανε εικόνες μες στη θάλασσα, να γαληνέψει η θάλασσα, να μπορούμε να ταξιδέψομε. (...) Και ξεκινούμε κατά τις εννιά η ώρα γιατί έπρεπε να νυχτώσει. Eμείς είμαστε η τελευταία βάρκα. 

Καμιά εικοσαριά ανθρώποι μέσα και τέσσερις στο κουπί. Εν τω μεταξύ η αδερφή μου μωρό, το ’χε τυλιγμένο σε ένα χράμι η μαμά μου και αυτό ζαλίστηκε, φαίνεται, με τη θάλασσα και άρχισε να κλαίει, να κλαίει γοερά και να φωνάζουνε μες στη βάρκα πετάξτε το παιδί στη θάλασσα, θα μας πιάσουνε οι Γερμανοί!...». 

Εύχαρις Κοκκάλη Ακαβάλου

«Μπαίνομε μες στη βάρκα κι εφύγαμε. Φεγγάρι, γάργαρο. Τα παιδάκια τα ’χα κάτω από την πλώρη καθισμένα και ήρθανε ίσα με το στήθος μες τα νερά. Ύστερα τα νερά λιγοστέψανε. Εγώ βαστούσα έναν νεμπότη και έβγαζα τα νερά.

 Ο γιος της Βεργετήδαινας γύρευε ψωμί. Θέλω ψωμί, θέλω ψωμί... Απάνω που ήτανε να φτάσομε στην Τουρκία. Με τις φωνές πέφτομε απάνω σε ένα φυλάκιο, ακούνε οι Τούρκοι κατεβαίνουνε κάτω και μας πιάνουνε. Πήγαμε να βγούμε όξω, ήτανε τα νερά γλυστερά. Επήγα εγώ να δω αν πατώνω, να βγω όξω, γλυστρώ και πέφτω μες στη θάλασσα. Βαστούσα τα ρούχα μου, εμουλιάσανε...».     

   Σταματία Βαλιδάκη

«Ξεκινήσαμε να φύγομε, σιγά σιγά επηγαίναμε. Η αδερφή μου ήτανε έντεκα χρονώ, έβγαζε νερά από τη βάρκα, από εδώ που ξεκινήσαμε μέχρι την Τουρκία. 
Στο δρόμο που πηγαίναμε και φτάσαμε στα μισά πια, άκουε ο βαρκάρης ένα ντούκου ντούκου, ντούκου ντούκου, λέει έρχεται η Καταδίωξη.

 Αν έρθει πιο κοντά και δούμε ότι είναι η Καταδίωξη θα βγάλω το φελλό. Το φελλό θα βγάλεις; Έτσι και σε δω και σκύψεις να βγάλεις το φελλό θα σε πετάξω στη θάλασσα και θα την πάω εγώ τη βάρκα, του λέει ο πατέρας μου. Στο τέλος, κούτσα κούτσα, τα ξημερώματα, φτάνομε στα Άσπρα Χώματα, απέναντι...».

 Γιάννης Ξυντάρης

«Πραγματικά πείνασα τις δέκα μέρες που κάμαμε μέσα στο καΐκι. Το ταξίδι ήτανε για τρεις μέρες. Τη μέρα εκαθούμαστε και τη νύχτα εβαδίζαμε, διακόσιες δέκα έξι ψυχές μέσα και σκεπασμένο με ένα καραβόπανο. Ψείρες, βρόμα, άστα...

 Πέθανε ένα μωρό και το ’βαλε η ίδια η μάνα του σε ένα τσουβάλι και το ’ριξε στη θάλασσα. Μας δώκανε πατάτες βραστές, ελιές και σύκα και νερό από βαρέλια που είχαν πετρέλαιο μέσα, ήτανε κόκκινο και βρομούσε πετρέλαιο (...) Ήτανε και Μεγάλη Βδομάδα. 

Τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ τους έψαλα τον Επιτάφιο μες στο καΐκι. Αυτοί είχανε σκοπό να μας πνίξουνε, γιατί είχανε πνίξει ορισμένα καϊκια...».

 Ζαχαρένια Γεώργαλου

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που μάζεψα αυτές και πολλές ακόμη μαρτυρίες Ελλήνων προσφύγων στη Μέση Ανατολή το 1941-42, οι οποίες δημοσιεύονται στο βιβλίο «Συρματένιοι ξεσυρματένοι όλοι», εκδόσεις Εστία 2010. 

Και μέσα σε μισόν αιώνα γίναμε όπως γίναμε, Ευρωπαίοι που πνίγουν μεσανατολίτες πρόσφυγες για να μην εισέλθουν στη χώρα τους... 

Κοντοζυγώνει όμως και πάλι η ώρα μας. Η ώρα που θα φεύγουν τις νύχτες με βάρκες οι εξαθλιωμένοι Έλληνες και θα πηγαίνουν απέναντι, εκτός της Ε.Ε., για να μπορέσουν να ζήσουν. 

Η Ιστορία δεν σταματάει στο σήμερα, ούτε καν καθυστερεί. Ιδίως γι’ αυτούς που κάθονται αμέτοχοι και την κοιτούν να συμβαίνει στους άλλους........


 Από τα τέλη του 1941 μέχρι το καλοκαίρι του 1942 χιλιάδες Έλληνες κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου αλλά και της ηπειρωτικής χώρας πέρασαν ως πρόσφυγες πολέμου στις τουρκικές ακτές. Ταξίδεψαν με κίνδυνο της ζωής τους, “παράνομα”, “λαθραία”, διαφεύγοντας των γερμανικών ακταιωρών, κωπηλατώντας όλη νύχτα μέσα σε μικρές βάρκες και καϊκια.
 
Πολλοί άφησαν την τελευταία τους πνοή στο θαλάσσιο στενό ανάμεσα στα νησιά και την Τουρκία. Άλλοι πάλι στο πέλαγος καθώς προωθούνταν από την Σμύρνη και τον Τσεσμέ στην Κύπρο, στοιβαγμένοι κατά διακοσαριές στα αμπάρια μεγαλύτερων τουρκικών καϊκιών.

Οι πολλοί βεβαίως έφτασαν στους προορισμούς τους. Κύπρος, Συρία, Λίβανος, Πηγές Μωυσέως, Αίγυπτος, μέχρι το Βελγικό Κονγκό έφτασαν οι Έλληνες μεσανατολίτες πρόσφυγες του 2ου παγκοσμίου πολέμου.


 Τα γυναικόπαιδα οδηγήθηκαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς όπου διέμειναν μέχρι τη λήξη του πολέμου, οι δε άντρες οδηγήθηκαν στην Αίγυπτο, όπου και κατετάγησαν στον ελληνικό στρατό μέσης ανατολής. 

Επάνδρωσαν το πεζικό, το ναυτικό, την αεροπορία, τον Ιερό Λόχο, πήραν μέρος στις μάχες του Ελ Αλαμέιν και άλλες, στα κονβόγια των πολεμικών και στις αποβάσεις, στους βομβαρδισμούς της Μάλτας, στο Ρίμινι, στις καταδρομικές επιδρομές στα ελληνικά νησιά ενάντια στους γερμανοΙταλούς κατακτητές.

Μετά απ’ όλα αυτά, μετα και από τα γεγονότα που ακολούθησαν στους κόλπους του ελληνικού στρατού, τους έκλεισαν και στα Σύρματα οι Άγγλοι ως κομμουνιστές και στασιαστές. Ασμάρα, Ντεκαμερέ. Ορεινή Αβυσινία. Δύο χρόνια εξόριστοι και έγκλειστοι οι Έλληνες πρόσφυγες στρατιώτες σε τόπους ξένους αφιλόξενους.

Τα γυναικόπαιδα όλο αυτό το διάστημα διαβιούσαν στους προσφυγικούς καταυλισμούς.

Το 1946 όσοι επέζησαν επέστρεψαν στην πατρίδα. Τους έβαλαν οι Άγγλοι στα λίμπερτυ και τους έστειλαν πίσω.

Το 1996, πενήντα χρόνια μετά πήρα τις συνεντεύξεις των Ελλήνων προσφύγων και έγραψα το βιβλίο 


Συρματένιοι Ξεσυρματένοι, ολοι.


Σήμερα οι βάρκες των προσφύγων ακολουθούν αντίθετη πορεία και έρχονται εδώ. 11.500 πρόσφυγες πολέμου ήρθαν στα ελληνικά νησιά το 2013 και 3.200 μέχρι στιγμής το 2014 μοναχά στη Χίο.

Προφανώς όσοι επιμένουν να μιλούν ακόμη για λαθρομετανάστες και υιοθετούν ακροδεξιές ρητορείες και πολιτικές είναι ανιστόρητοι, απαίδευτοι, αποκτηνωμένοι.

Στους σύγχρονους πρόσφυγες πολέμου που έρχονται στον τόπο μας οφείλουμε μοναχά να ανταποδώσουμε τα όσα οι πρόγονοί τους πρόσφεραν τότε στους δικούς μας προγόνους.

Επειδή δε η ζωή και η ιστορία κάνουν κύκλους και μάλιστα ολοένα και πιο σύντομους όσο πιο γρήγορα τρέχουν οι εποχές, οφείλουμε να τους φερθούμε ανθρώπινα και για έναν άλλον λόγο. Για να ανταποδώσουν και πάλι ύστερα οι ίδιοι ή οι απόγονοί τους την φιλοξενία αυτή στους δικούς μας απογόνους ή και σε εμάς.

Διότι το μέλλον έρχεται γοργά κατά πάνω μας. Και είναι ερεβώδες. 

 



 από ανάρτηση της
Xristina Eyaggelos Stamboyltzh

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε όταν υποβάλετε σχόλιο, να χρησιμοποιείτε ήπιους χαρακτηρισμούς
και να αποφεύγετε τα greeklish.